«Εδώ δεν χρειάζεται να ξέρεις πώς να παλέψεις, αρκεί μόνο να έχεις καρδιά» είναι το... μότο των διοργανωτών - Κι όσο και αν δεν πρέπει κανείς να μιλάει για το «Fight Club», η φήμη του στην πρωτεύουσα της Ταϊλάνδης διαδίδεται στόμα με στόμα και τα 73.000 μέλη του κλαμπ αυξάνονται διαρκώς
Είναι το 1999. Ο ιδιοφυής σκηνοθέτης Ντέιβιντ Φίντσερ, έχοντας ήδη δώσει δείγματα γραφής με το αριστουργηματικό θρίλερ «Seven», εμπνέεται από τη νουβέλα «Fight Club» του Αμερικανού συγγραφέα Τσακ Πόλανικ και γυρίζει την ομώνυμη ταινία, με τον Μπραντ Πιτ και τον Έντουαρντ Νόρτον στους πρωταγωνιστικούς ρόλους. Χωρίς ίσως να το γνωρίζει, γράφει κινηματογραφική ιστορία...
Το φιλμ δεν μοιάζει με τίποτα απ' όσα έχουμε δει έως τότε. Είναι αναρχικό και φασιστικό ταυτόχρονα, «παίζει» με την στιλιζαρισμένη βία και το μυαλό του θεατή, καταγγέλλει την καταναλωτική κοινωνία, κάνει πολιτικό σχόλιο για το χρηματοπιστωτικό σύστημα και καταλήγει σε ένα σχεδόν... ψυχεδελικό ρομάντζο. Σχεδόν αυτομάτως, «γοητεύει» το κοινό, αλλά όχι και τους σινεκριτικούς, που δυσκολεύονται να συλλάβουν τις πολυεπίπεδες αναγνώσεις του.
Έτσι, ούτε λίγο ούτε πολύ, το «θάβουν», μόνο και μόνο για να το αναγνωρίσουν και να υποκλιθούν στην καλλιτεχνική του αξία, περίπου δύο δεκαετίες μετά. Ο «Τάιλερ Ντέρντεν», ο ήρωας που υποδύεται ο Μπραντ Πιτ, μετατρέπεται σε σύμβολο μιας ολόκληρης, δήθεν... αγανακτισμένης και επαναστατημένης γενιάς και η ατάκα του, «ο πρώτος κανόνας του Fight Club είναι: Δεν μιλάμε για το Fight Club», διαδίδεται σε χρόνο... dt από στόμα σε στόμα -αν και ο ίδιος πρέσβευε το αντίθετο.
Κάπως έτσι, «ταξιδεύει» στον χρόνο και φτάνει μέχρι την Μπανγκόκ του σήμερα. 23 χρόνια μετά το εμβληματικό φιλμ, τεράστια πλήθη συρρέουν κάθε βράδυ στο λιμάνι της πόλης. Εκεί, πίσω από «θεόρατα» κοντέινερ και κάτω από το «θαμπό» φως που ρίχνουν οι λάμπες του δρόμου, ημίγυμνοι αθλητές, φορώντας σορτσάκια και γάντια, έρχονται αντιμέτωποι υπό τις ζητωκραυγές του πλήθους, που τους παρακολουθεί να αγωνίζονται χωρίς κανόνες για την τελική επικράτηση. Τις περισσότερες φορές, το μόνο τους κέρδος είναι πόνος, αίμα και μελανιές τους σε όλο τους το σώμα. Αλλά κάθε νύχτα επιστρέφουν εκεί...
Αντίθετα με την ταινία, ωστόσο, οι σώμα με σώμα μάχες μονομαχίες δεν είναι μέχρι θανάτου. Για τα... μάτια του κόσμου, έστω, ισχύουν κάποιοι τυπικοί κανόνες, προκειμένου οι ερασιτέχνες αθλητές -του Μουάι Τάι οι περισσότεροι- να φεύγουν σώοι -αλλά όχι αβλαβείς- από το αυτοσχέδιο ρινγκ. «Εδώ δεν χρειάζεται να ξέρεις πώς να παλέψεις» εξηγεί στο Γαλλικό Πρακτορείο ένας εκ των διοργανωτών, ο 30χρονος Chana Worasart. «Αρκεί να έχεις καρδιά». Ο 23χρονος Surathat Sakulchue, μανάβης το πρωί και μαχητής των δρόμων το βράδυ, δείχνει να συμφωνεί, προσθέτοντας: «Το να παλεύεις πλάι σε κοντέινερ είναι σίγουρα διασκεδαστικό και συναρπαστικό».
Κάθε αγώνας διαρκεί μόλις τρεις λεπτά και οι μονομάχοι έχουν το ελεύθερο να χρησιμοποιήσουν όποιο στιλ μάχης επιθυμούν. Αυτό που δεν επιτρέπεται, είναι οι αγκωνιές και τα χτυπήματα στο πίσω μέρος του κεφαλιού. Αντίθετα με το κινηματογραφικό «Fight Club», άλλωστε, οι διοργανωτές λένε ότι θέλουν να προωθήσουν τη φιλία, μέσα από τη βία -και όχι να υποκινήσουν κάποια εξέγερση.
«Διακριτική» σε πολλές περιπτώσεις είναι η παρουσία της αστυνομίας της Ταϊλάνδης. Έπειτα από κάποιες συλλήψεις και πρόστιμα ύψους έως και 600 δολαρίων, το 2016, οι αυτοσχέδιοι αγώνες στο λιμάνι συνεχίζονται απρόσκοπτα και το σχετικό group στο Facebook, που αριθμεί περί τα 73.000 μέλη, ολοένα και... ενισχύεται.
«Δεν ζητάμε από τους μαχητές μας να αλληλοσκοτωθούν. Αν κάποιος είναι πολύ κουρασμένος ή πολύ τραυματισμένος για να συνεχίσει, ο αγώνας διακόπτεται» εξηγεί ο Chana.
Είπαμε, άλλωστε... Το αυθεντικό «Fight Club» υπήρξε ένα: Αυτό του 1999. Έστω και αν οι ήρωές του υπήρξαν αυστηρά και μόνο κινηματογραφικοί...
πηγή : protothema.gr
Ακολουθείστε το UFight.gr στο Google News και μάθετε πρώτοι όλες τις ειδήσεις
Δείτε όλα τα τελευταία μαχητικά νέα για το ΜΜΑ στο ufight.gr